- παραβοήθημα
- παρα-βοήθημα, τό, Hilfsmittel wobei
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
παραβοήθημα — τὸ Α [παραβοηθώ] 1. βοήθεια, επικουρία 2. στον πληθ. τά παραβοηθήματα (με περιλπτ. σημ.) ενίσχυση παλαιάς δοκού, δυναμάρι … Dictionary of Greek
παραβοηθήμασι — παραβοήθημα aid neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)